Κείμενο του
Ιάκωβου Λέων Μόσκοβιτς, όπως το συνέταξε ο ίδιος και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό
«Χρονικά» το 2011
Τον Απρίλιο του 1941 ο Γερμανικός στρατός μπήκε στην
Θεσσαλονίκη, τον Ιούλιο του 1942 οι Γερμανοί άρχισαν την κακοποίηση των
Εβραίων. Πήραν τα κλειδιά του μαγαζιού και του εργοστασίου πηλοποιίας του
πατέρα μου που είχε στην οδό Εγνατίας 41, κάτω από το ξενοδοχείο Μοντέρνο. Εγώ
σταμάτησα να πηγαίνω στο σχολείο και τον πατέρα μου τον συχωρεμένο τον στείλανε
μαζί με άλλους Εβραίους στα λατομεία-καναγκαστικά έργα και τους έβαλαν να
δουλεύουν σαν εργάτες ή σαν φυλακισμένοι στα κάτεργα σπάζοντας πέτρες.
To
1943 οι Γερμανοί μας κλείσανε σε γκέτο και μας εξανάγκασαν να φορέσουμε το
κίτρινο Άστρο του Δαβίδ στο πέτο για να μας αναγνωρίζουν ότι ήμασταν Εβραίοι
όπου πηγαίναμε και βρισκόμασταν.
Τον Φεβρουάριο του 1943, οι Γερμανοί άρχισαν να
μαζεύουν τμήματα από τους Εβραίους και να τους στέλνουν σιδηροδρομικώς με τα
κλειδωμένα τρένα στα κρεματόρια της Πολωνίας, δίχως να τους λένε για πού
προοριζόταν το ταξίδι τους. Εμείς με την βοήθεια φίλου Έλληνα Χριστιανού του
πατέρα μου, που ένα βράδυ ήλθε στο γκέτο μας, μας πήρε στο σπίτι του και μας
έκρυψε για να αποφύγουμε την αποστολή μας στα κρεματόρια.
Μετά από μερικούς μήνες όπου μείναμε κρυμένοι στο
σπίτι του, επικοινωνήσαμε με ένα μηχανοδηγό των σιδηροδρόμων Σ.Ε.Κ. του οποίου
οι γονείς μου του υποσχέθηκαν ένα τεράστιο χρηματικό ποσόν σε χρυσό για να μας
μεταφέρει κρυφά από την Θεσσαλονίκη στην Αθήνα, που τότε ήταν κατεχόμενη υπό
των Ιταλών και που ακόμα δεν κατεδίωκαν τους Εβραίους όπως οι Γερμανοί στην
Θεσσαλονίκη.
Ο μηχανοδηγός του τρένου μας έβαλε τον καθένα μέσα
σε ένα καζάνι πετρελαίου, που οι Γερμανοί μεταφέρανε πετρέλαιο από
Θεσσαλονίκη-Αθήνα. Το ταξίδι κανονικά έπρεπε να πάρει 12-18 ώρες και σε εμάς
πήρε 21 μέρες γιατί το τρένο στην διαδρομή του είχε σταματήσει γιατί οι
αντάρτες του Ε.Α.Μ.-Ε.Λ.Α.Σ είχαν ανατινάξει μια γέφυρα. Τις 21 αυτές ημέρες
μέναμε πάντα κλεισμένοι σε κλειδωμένο βαγόνι δίχως την δυνατότητα να βγούμε έξω
και να αναπνεύσουμε καθαρό αέρα και δίχως φαΐ και ψωμί. Τι χαρά, όταν ο μηχανοδηγός
μας έφερνε λίγο ψωμί για να μην πεθάνουμε της πείνας.
Όταν επιτέλους φθάσαμε στην Αθήνα, ο αδελφός του
πατέρα μου ο Μάριος Μόσκοβιτς μας φιλοξένησε στο σπίτι του, όπου ζούσε στην οδό
Τενέδου 10, στην πλατεία Αμερικής. Μετά ένα χρονικό διάστημα οι Γερμανοί
κατέλαβαν την Πρωτεύουσα από τα χέρια των Ιταλών και τότε άρχισαν να
καταγράφουν τους Εβραίους της Αθήνας. Εμείς έπρεπε να φύγουμε εγκαταλείποντας
το σπίτι του θείου μας και φύγαμε με γνωστούς μας Έλληνες αντάρτες του Ε.Α.Μ.,
όπου μας φυγάδεψαν στην Χαλκίδα και από εκεί μας έστειλαν στο χωριό που
ονομαζόταν Στενή. Από εκεί μας έστειλαν σε βορειότερο χωριό που ονομαζόταν
Στρόπωνες με την προϋπόθεση ότι δεν θα έφθαναν μέχρι τόσο ψιλά οι Γερμανοί να
μας βρουν. Στο χωριό αυτό η αδελφή μου η Μέντη Μόσκοβιτς που ήταν στα 18 της
χρόνια, έγινε δασκάλα του χωριού και δίδασκε Ελληνικά στο δημοτικό σχολείο του
χωριού και κατά τέτοιο τρόπο που οι συχωριανοί να μην ξέρουν ότι η δασκάλα του
χωριού ήταν Εβραία. Διότι εκείνη την εποχή υπήρχαν πολλοί δωσίλογοι
στα χωριά.
Στο χωριό αυτό κρυβόμασταν περίπου ένα χρόνο και
όταν οι Γερμανοί ερχόντουσαν στην Στενή οι αντάρτες μας ειδοποιούσαν και
καταφεύγαμε στα βουνά και μέναμε μεταξύ ουρανού και γης για ολόκληρες εβδομάδες
και μερικές φορές για μήνες κοιμόμασταν με μια παλιά κουβέρτα κάτω από δένδρα
σαν τα ζώα. Καμιά φορά οι αντάρτες μας έδιναν ένα κομμάτι ψωμί από καλαμπόκι –
μπομπότα.
Μια μέρα κάποιος από το χωριό που ήταν δωσίλογος
ειδοποίησε τους Γερμανούς σχετικά με την οικογένειά μας. Έτσι όταν οι Γερμανοί
έφθασαν στο χωριό έπιασαν τους γονείς μου και την αδελφή μου την Μέντη. Τους
μετέφεραν στα γραφεία της Κομαντατούρ και εμένα επειδή ήμουν κρυμμένος κάτω από
το κρεβάτι δεν με πήρανε μαζί τους. Αυτό έγινε μεταξύ 1 και 8 Μαρτίου 1944. Οι
Γερμανοί είχαν μαζί τους συνεργάτες των ταγμάτων ασφαλείας με επικεφαλής τους
Έλληνες αξιωματικούς Γενεράλη και Λέρτα. Η Γερμανική δύναμη είχε το Γερμανό
ταγματάρχη Μπέρνερ ή Μπάγερ.
Οι Γερμανοί λεηλατούν τα πάντα στο χωριό,
καταστρέφουν το τυπογραφείο του Ε.Α.Μ., αρπάζουν όλα τα εμπορεύματα του
καταστήματος Μπολάκα και όλα τα τρόφιμα των σπιτιών. Ο Γερμανός ταγματάρχης
μόλις διαπίστωσε ότι η Μέντη είναι Εβραία, την υποβάλει σε αφάνταστα μαρτύρια
και βασανισμούς ολόκληρη την νύχτα. Ύστερα από άγριο ξυλοδαρμό, την γύμνωσε,
την βίασε και της έμπηξε ένα ξύλο στα γεννητικά της όργανα και από τον εξώστη
του σπιτιού την πέταξε γυμνή στην πλατεία πεθαμένη πλέον. Υπάρχει πληροφορία
ότι το ανθρωπόμορφο αυτό τέρας ο Γερμανός ταγματάρχης δικάστηκε το 1948 σαν
εγκληματίας πολέμου.
Ο δύστυχος πατέρας μου μετά το περιστατικό αυτό
έμεινε τρελός, σχιζοφρενής για ολόκληρη την ζωή του και από το ένα τρελοκομείο
σε άλλο, όπου τελικά πέθανε στο Ισραήλ στις 15/12/1968.
Την αδελφή μου Μέντη, μετά που οι Γερμανοί έφυγαν
από το χωριό, ο παπάς του χωριού την έθαψε στο νεκροταφείο των Στροπώνων.
Μετά την κατοχή ο Ραβίνος της Χαλκίδας Μενασέ Ζ.
Κοέν πήγε στο χωριό Στρόπωνες άνοιξε τον τάφο της πήρε τα λείψανα της και τα
ξανάθαψε στο εβραϊκό νεκροταφείο της Χαλκίδας όπου είναι θαμμένη μέχρι σήμερα.
Μετά από μερικούς μήνες μέχρι οι γονείς μου
μπορέσανε να σταθούνε στα πόδια τους, οι αντάρτες του Ε.Α.Μ. μας πήρανε πίσω
στη Στενή, οπού πάλι κρυβόμασταν από τους Γερμανούς όπως και πριν.
Τον Αύγουστο του 1944 με τη βοήθεια του Σοχνούτ Yeoydit μας μετέφεραν μέσω
Τουρκίας στο Λίβανο και στη συνέχεια στο Rosh Hanikra της Βόρειας
Παλαιστίνης.
Πηγή : ΧΡΟΝΙΚΑ
(Απρίλιος-Ιούνιος 2011)
https://istories4050.wordpress.com/2016/04/28/766/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου